- ροχάλα
- phlegm
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ροχάλα — ροχάλα, η και ρόχαλο, το βλεννώδες πτύελο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροχάλα — και ρουχάλα, η, Ν απόχρεμμα, φτυσιά σάλιου και βλέννας από τους βρόγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλα)] … Dictionary of Greek
ρουχάλα — η, Ν βλ. ροχάλα … Dictionary of Greek
ροχαλιάρης — ο, Ν [ροχάλα] αυτός που αποχρέμπτεται συχνά, που βγάζει ροχάλες … Dictionary of Greek
ρόχαλο — το, Ν η ροχάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. ῥόγχαλον, πιθ. < ῥογχαλίζω* υποχωρητικά (πρβλ. ῥογχαλίζω: ροχαλίζω)] … Dictionary of Greek